Σελίδες

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ!



      Μετά την αποτυχημένη πολιορκία του Μεσολογγίου το βράδυ των Χριστουγέννων του 1822 ενα τμήμα των Τούρκων προσπάθησε να περάσει από το στενωμα του Αχελώου ψηλότερα στην περιοχή των Παρακαμπυλίων. Τότε ήταν που τους περίμενε ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ (16-17 ιανουαρίου 1823) ΚΙ ΕΓΙΝΕ Η ΠΕΙΦΗΜΗ ΜΑΧΗ!

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΛΟΓΓΙ

 Στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη, οι πασάδες όλοι μαζεμένοι συζητούσαν. Ήταν ν' αποφασιστεί, πριν ξημερώσει, αν εσήμανε ή όχι η ώρα να πάρουν το Μεσολόγγι. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, το κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μα ειδήσεις είχαν φθάσει και ο Ομέρ είχε συγκαλέσει τους αρχηγούς, ανυπόμονος να τους ανακοινώσει τα μαντάτα και να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση τους.Ένδεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε για δύο ολόκληρους μήνες το χωριό, που ήταν τότε το ερημωμένο Μεσολόγγι, και δυο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν ποιος να το πρωτοπάρει. Τα οχυρώματα ήταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. Μέσα - που να το ήξεραν τότε οι Τούρκοι! - τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα-όλα, διαφέντευαν την ημέρα και ξανάχτιζαν τη νύχτα τις χαλάστρες που άνοιγαν στον τοίχο τα τούρκικα κανόνια.

Από καιρό επέμεινε ο Κιουταχής πως μόνο με το σπαθί και τη φωτιά θα βάλουν γνώση στους Γκιαούρηδες και θα φέρουν σε λογαριασμό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Μάρκο Μπότσαρη, που πεισμάτωναν στην τρέλα τους ή να ελευθερώσουν τη χώρα ή να ταφούν μες στα ερείπια στης. Μα ο Ομέρ Βρυώνης, που μελετούσε την κατάκτηση του Μωριά και που ήθελε το Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, επέμενε να το πάρει με το καλό.  Και λόγια βαριά ανταλλάχθηκαν μεταξύ στους δυο στρατηγούς. Γιατί τους είχαν παίξει οι Γκιαούρηδες, και πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις· ώσπου, ένα πρωί, ξαφνισμένοι είδαν οι πασάδες τον υπερήφανο στόλο του Ισούφη να σκορπά και να χάνεται μπρος σε επτά Υδρέικα καραβάκια, που με απλωμένα τα πανιά μπήκαν στη λιμνοθάλασσα και προκλητικά άραξαν στο Μεσολόγγι. και όταν συνήλθαν από τη σάστισή τους οι πασάδες, και παραπονέθηκαν και αγρίεψαν και πρόσταξαν την πόλη να παραδοθεί, τους αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης:

 - Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε.

Άφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπει πια μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με επτακόσιους Μανιάτες, μαζί και ο Ζαΐμης, μαζί και ο Δεληγιάννης. Έβριζε και φώναζε ο οργισμένος πασάς, πως ξεφόρτωσαν πια τα Υδρέικα καράβια όπλα και πολεμοφόδια, και πως ποτέ πια δε θα παραδοθεί το Μεσολόγγι, αν δε χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί και αν δεν πνιγούν οι Γκιαούρηδες στο αίμα.Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής, και βαριά το έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πως αυτός είχε ταπεινώσει το γένος των πιστών, από πονοψυχιά για μια φούχτα σκύλους άπιστους. και το έφερε βαριά, γιατί, μες στα τραχιά λόγια του Κιουταχή, διέβλεπε την άλλη κατηγορία, που δόλια την κρυφομετάλεγαν φθονεροί αντίζηλοι του, τάχα πως γκιαούρικο αίμα έτρεχε και στις δικές του φλέβες, και γι' αυτό λιποψυχούσε κάθε φορά που είχε να το χύσει σφάζοντας Χριστιανούς.

Είχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος στη σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί το έβλεπε και αυτός πως η κατάσταση άρχιζε να γίνεται κρίσιμη στο τούρκικο στρατόπεδο. Μετά την καταστροφή της Πέτας, σαν του έστειλαν οι Ρωμιοί τον Βαρνακιώτη για συνεννόηση, το νόμισε μεγάλο θρίαμβο που τον κατάφερε να προσκυνήσει και να προδώσει εκείνους που τον έστειλαν· και όμως, από τότε, πολλοί οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τα βουνά κι έκοβαν τις συγκοινωνίες και όπλιζαν τους πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στους πιστούς· και το κρύο είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο, το ψωμί σπάνιζε και οι στρατιώτες άρχισαν να γρινιά-ζουν. Και ύστερα από δύο ολόκληρους μήνες, ούτε κατά μια σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση του υπερήφανου πασά.Μα επιτέλους, τώρα είχαν φθάσει οι ειδήσεις που με τόση αγωνία τις περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του. Τώρα ήλθε η ώρα να διαψεύσει το θρύλο της χριστιανικής του καταγωγής. Αύριο θα πνίξει το Μεσολόγγι στο αίμα.

Ξημέρωνε παραμονή των Χριστουγέννων.Πλάγι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες, σ' ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες. Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο μπρικάκι.Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του.

-Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες.

Και στο γραμματικό, που παράμερα στέκουνταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε: - Εσύ, κάθισε αυτού και γράφε. Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα-πέντε ζάρφια, και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω-κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη:

«Μάθε», έλεγε, «πως αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι».

- Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι - πρώτα ο Θεός...

Μα το πρόσωπο του δεν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα-ένα, με αργές κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά, προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό.

-Φέρε και άλλους, πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ' ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα ζάρφια ήταν λιγότερα από τους πασάδες.

Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τελευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη:

«Κοίταξε να μάθεις πού πάγει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αρματωλούς που έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για το Βραχώρι».

Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, που, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε του Ισμαήλ Πλιάσα.

- Φοβάσαι; τον ρώτησε περιφρονητικά. Οι δυο πασάδες σώπασαν.

Έριξε ο Αλβανός μια πλαγινή ματιά του Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυφομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, φώναξε:

- Ή αύριο ή ποτέ.

Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε:

- Μη φοβάσαι, πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μας έρχονται δεξιά!

Με το κεφάλι, χαμογελώντας, τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.

-Πε τους, πε τους, πασά μου, τα μαντάτα.

Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης.

Έφευγε, λέει, στρατός από μέσα από το Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους.
Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει κάποιος άνθρωπος του τις ετοιμασίες στα Ελληνικά καράβια· 500 άντρες της φρουράς ετοιμάζουνταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύουνταν όλοι στις εκκλησίες τους, για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα... Ο Κιουταχής τον διέκοψε μ' ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαγινό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στο μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.

-Αυτός; έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή.
Και μ' ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε:

-Μπα, δε μιλάει αυτός!

-Μα είναι Γκιαούρης! ψιθύρισε ο άλλος.

Ο Ομέρ χαμογέλασε.

-Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπος μου, είπε με τρόπο που ν' ακούσει ο Γιάννης. Έπειτα, έχω τη γυναίκα του και τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ' όσα λέμε... 

- με το χέρι έκοψε τον αέρα: Έννοια σου!... Δε μιλάει αυτός.

Κάθισε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο του, κι εξακολούθησε τις εξηγήσεις του.Το ανατολικό μέρος της χώρας είναι το πιο αδύνατο· από κει θα γίνει το γιουρούσι, όταν σημάνει το σήμαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα όμως θα γίνει μια ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν μείνουν μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ' αφήσουν αφύλαχτο το ανατολικό μέρος... Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στον καφέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. Και όμως στην καρδιά του ήταν χαλασμός.

Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε ξεχάσει· του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τις ετοιμασίες και ν' αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του...Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια, προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι' την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. Για να μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε να καθίσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, ν' αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.


Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ' αδειανά ζάρφια. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων. Ένας-ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβήχθηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας. Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά.

- Όχι, είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν θα γδυθεί. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα· κλείσε τον μπερντέ και πήγαινε· δε σε θέλω πια.

Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές, και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί. Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο. Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες· αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. Μα αυτός αποφάσιζε πως δε θα το πάρουν... Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι.Μα θα μπορέσει να το σώσει;
Το ήξερε αυτός πως βίγλες είχε παντού στους τοίχους απάνω. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δεν άφηναν να σιμώσει. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. Και ούτε και σημείο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί. Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν, μια φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων...

Σηκώθηκε στον άγκωνά του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε και, λίγο-λίγο, απόσβηνε και από ένα καρβουνάκι και σκορπούσε η στάχτη. Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε· έβλεπε τη γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δεν τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια της... Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και σκανταλιά· γελούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βάρος της σκλαβιάς. Και τώρα έπρεπε να τα θυσιάσει... Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων...  Έσπρωξε την κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά· ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν σ' ένα καρφί και βγήκε έξω.

Γλυκοχάραζε η παραμονή των Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση· όλη την εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη. Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό... γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες...

-Ε, μπαρμπα-Γιάννη, για πού;

Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια και γνώρισε το σταβλίτη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προσευχή.

Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει.

-Πάγω να σκοτώσω θαλασσοπούλια, του αποκρίθηκε, για το μεζέ του αφέντη.

Του φώναξε ο Τούρκος:
- Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες, και σε πάρουν για πολεμιστή!

Και κακανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή.Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα.

Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μες στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ' όλη την περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων· μόνη συγκοινωνία έμενε πια από τη θάλασσα.Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν' αποχαιρετήσει τους αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική. Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα Υδρέικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τις επιχειρήσεις τους· το καταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφηναν ήσυχους ώσπου να πεινάσουν πάλι. Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδρέικα καράβια... Μ' αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δε γίνεται τίποτα από το Βραχώρι... Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντίλι τού έγνεφε να πλησιάσει. Γύρισε τη βάρκα του κατά την ξηρά.

- Ποιος είσαι; φώναξε, και τι θέλεις;

- Έλα, μη φοβάσαι... είμαι φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος.

Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον άνθρωπο.Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκοπος· τα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σα να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού.Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμουδιά, κοντά του.

-Τι θέλεις; τον ρώτησε από μέσα από τη βάρκα. Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, και σκύβοντας είπε γρήγορα:

- Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους πως τα χαράματα θα γίνει γιουρούσι· ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ρι-χθούν οι Τούρκοι.Ο Θανάσης πήδηξε στην ξηρά.

- Ποιος είσαι; ρώτησε τον άγνωστο, και ποιος σου τα 'πε όλα αυτά;

-Είμαι ο κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και είμαι από τα Γιάννινα, Χριστιανός.

Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία, κι έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα· μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανίκι.

- Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσολόγγι.

Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχθηκε.
-Πώς τα 'μαθές αυτά που λες; ρώτησε.

-Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και τ' άκουσα.

- Ποιοι ήταν οι πασάδες;
Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπούσαν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πως ήταν το πιο αδύνατο.

- Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι απ' αλλού, μην τους πιστέψετε.

Ο Θανάσης τον άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα.

- Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο; ρώτησε.
Ο ξένος έκανε ν' απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα χέρια. Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.

- Έλα μαζί μου, του είπε, τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα αν γυρίσεις τώρα θα σε σκοτώσουν.
Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπο του, η όψη του ήταν αναλυμένη.

- Το τι θα γίνω εγώ, δεν πειράζει, έκανε, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου...

Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα.Ο Θανάσης δε δίστασε πια. Πήδηξε στο μονόξυλό του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφτασε. Τρεχάτος πήγε στου Μάκρη και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα για να σαλπάρουν. Κατά διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες, και με τον Τσαλαφτίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τα οχυρώματα· την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν τα ποίμινια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δε θα γίνει, παρά θ' αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω.

 Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύλη του οχυρώματος· ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά, και μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ροζοκότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος όπου ήταν να γίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περίμεναν σιωπηλά. Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Παντού σκοτάδι. Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί, με σκοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κρύφθηκαν μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα. Δυο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οκτώ χιλιάδες περίμεναν τη χαραυγή για να ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.

Όλη νύχτα, από τα δύο μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε τούτοι ούτ' εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησίες ήταν κλειστές, τα κεράκια σβηστά.Απάνω στα οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογογούσαν τους άντρες, και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους.Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία.Και τότε άρχισε το πανηγύρι.Από τη μίαν άκρη στην άλλη του τοίχου, φωνές και αλαλαγμοί σχίζουν τον αέρα' με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες. Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν.

Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα σιωπηλά, αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι· τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς· τα σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα.Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο. Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν. Πηδούν από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι και τους σκορπούν αλαλιασμένους στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν το χαντάκι. Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια. Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα. Τ' ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά, και κλειούν το Μακρυνόρος.

Τ' ακούν και οι Τούρκοι, πως Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσαν στην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους, και τρόμος τους πιάνει. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για το Μεσολόγγι, και πανικός τους ταράζει. Παραμονή Άη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν, που όλα τους τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, και έπιπλα ακόμη των πασάδων, μένουν στα χέρια των Ελλήνων, που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς.Έτσι εόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.  Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης, που κουρασμένος στέκουνταν ν' ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησιδάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χριστιανοί που του είχαν δώσει από το στέρημά τους για να τα χτίσει. Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν απόμακρη φωνή του.

 Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο· ούτε τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από που ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης· τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του.Σκυφτός πάντα και σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην ατέλειωτη προσευχή του. Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και τα σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του· τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του που, με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγίου.   Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.

Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα – Διήγημα,  Πηνελόπη Δέλτα

ΠΗΓΕΣ ΕΙΣ ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΝΘΙΣΑΝ ΟΙ ΛΟΓΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
88  Πγες ες τ Μεσολόγγι τν μέρα το Χριστο,μέρα πο νθισαν ο λόγγοι γι τ τέκνο το Θεο.
89  Σο 'λθε μπρς λαμποκοπώντας  Θρησκεία μ' να σταυρό,κα τ δάκτυλο κινώντας πο νε τν ορανό,
90  «σ' ατό», φώναξε, «τ χμα στάσου λόρθη, λευθεριά!».Κα φιλώντας σου τ στόμα μπαίνει μς στν κκλησιά.
91  Ες τν τράπεζα σιμώνει, κα τ σύγνεφο τ χν
γύρω γύρω τς πυκνώνει πο σκορπάει τ θυμιατό.
92 γρικάει τν ψαλμωδία πο δίδαξεν ατή·βλέπει τ φωταγωγία στος γίους μπρς χυτή.
93  Ποιο εν' ατο πο πλησιάζουν μ πολλ ποδοβολή,κι άρματ', ρματα ταράζουν; πετάχτηκες σύ!
94  , τ φς πο σ στολίζει, σν λίου φεγγοβολ,κα μακρίθεν σπινθηρίζει, δν εναι, χι, π τ γ.
95  Λάμψιν χει λη φλογώδη χελος, μέτωπο, φθαλμός·φς τ χέρι, φς τ πόδι, κι λα γύρω σου εναι φς.
96  Τ σπαθί σου ντισηκώνεις, τρία πατήματα πατς,σν τν πύργο μεγαλώνεις, κι ες τ τέταρτο κτυπς.
97  Μ φων πο καταπείθει προχωρώντας μιλες:«Σήμερ', πιστοι, γεννήθη, ναί, το κόσμου  Λυτρωτής.
98  Ατς λέγει, φοκρασθετε «γ εμ' λφα, μέγα γώ·πέστε, πο θ' ποκρυφθετεσες λοι, ν ργισθ;
99  Φλόγα κοίμητήν σας βρέχω,πού, μ' ατν ν συγκριθ
κείνη  κάτω πο σας χω,σν δροσι θέλει βρεθε.

Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός απευθυνόμενος στην Ελευθερία σε β' ενικό πρόσωπο αναφέρεται στα γεγονότα της 1ης πολιορκίας του Μεσολογγίου. -  '' Ύμνος εις την Ελευθερίαν '' (Απόσπασμα)
 ‘’ Οι δε Μεσολογγίται εις όλον το διάστημα της πολιορκίας έδωκαν άπειρα δείγματα της καρτερίας και γενναιοψυχίας των , διότι ήταν εκ των πρώτων, όπου να ριψοκινδυνεύουν , οι πρώτοι εις τας μάχας και όπου ηρίστευον ελάμβαναν μόνοι σχεδόν και πάντοντε μέρος εις τας εξόδους , αφήνοντες κατά ταύτας τους πλειότερους νεκρούς και επέστρεφαν με τους περισσότερους τραυματίας. Εφύλαττον δε πάντοτε τας πλέον επικινδύνους θέσεις και ως πυροβολισταί εις τα κανονοστάσια και με τα τουφέκια εστέκοντο εις τας επάλξεις ’’ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ


'' Ζαρκαδοπαφίλια έλεγε τους Βαλτινούς γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χα’ι’μαλία , τσαπράζια , γατζούδια και τοκάδες) στα στήθια , στα ποδάρια , στο σελάχι κι’ απάνου στ’ άρματα μοιάζοντας με τα ζαρκάδια που τα ημέρωναν οι παλιοί Αρματωλοί και τα σέρνανε μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια '' - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑ’Ι’ΣΚΑΚΗΣ


«Μεγάθυμοι» και «Μενεχάρμαι» - ΌΜΗΡΟΣ

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

ΒΑΡΥ ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ


Βαρύ πένθος στην οικογένεια του προέδρου του Αγίου Βλασίου Παναγιώτη Πολυχρόνη.
Πριν από λιγες ώρες η  Γιαννούλα  Πολυχρόνη,μητέρα του προέδρου,μιά άξια και ενάρετη γυναίκα.μόλις στα 61 της,έχασε την μάχη με το θάνατο ύστερα από πολύχρονη ασθένεια που τελικά την κατέβαλε. Η κηδεία της θα τελεστεί αύριο 27-11-2014 στις 12 το μεσημέρι στον Κάτω Άγιο Βλάσιο Αγρινίου.
Ο σύλλογος φίλων της ιστορικής μνήμης της μάχης της Κορομηλιάς και του θεάτρου,εκφράζει τα θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια στους φίλους και συγγενείς της εκλιπούσας,

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΠΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ VIDEO THΣ AΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ


Ο σύλλογος "φίλων της ιστορικής μνήμης της μάχης της Κορομηλιάς και του θεάτρου" ,σας παρουσιάζει σήμερα το video της αναπαράστασης της μάχης της Κορομηλιάς, που έγινε τον περασμένο Αύγουστο στον Άγιο Βλάσιο Αγρινίου με την συνεργασία των τοπικών συλλόγων και φορέων της περιοχής.


Το video είναι προσφορά του πολιτιστικού και εξωραϊστικού συλλόγου Κυπαρίσσου,τον οποίον και ευχαριστούμε
Ευχαριστούμε επίσης  πολύ την Αννα Μαρία Σωτηροπούλου για την πολύ καλή βιντεοσκόπηση. Πρόκειται ίσως για την πιο ολοκληρωμένη  δουλειά των τελευταίων ετών.
Αξιζει να το δείτε..
..

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

ΣΥΓΚΙΝΗΣΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΚΟΡΟΜΗΛΙΑ!

Με μεγάλη επιτυχία διοργανώθηκαν και πάλι οι εκδηλώσεις Καραισκάκεια 2014,απ τον σύλλογο φίλων της ιστορικής μνήμης της μάχης της Κορομηλιάς και του θεάτρου.
Οι εκδηλώσεις άρχισαν με την δεύτερη γιορτή νεολαίας στην πλατεία του Αγίου Βλασίου στις 14 Αυγούστου,το βράδυ.Η βραδιά ήταν αφιερωμένη στην disco dolly που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι  1984, συνέχισε για μια χρονιά ακόμη μετα.Η disco dolly έγινε χάρη στο αυθορμητισμό και προπάντων τον εθελοντισμό των νέων της εποχής χωρίς να υπάρχει το παραμικρό κέρδος γι αυτούς.
Αυτό ακριβώς ήταν η αιτία για να αναβιώσει η dolly μιας και τα συγκεκριμμένα ακούσματα επανήλθαν στο προσκήνιο και ακούγονται πολύ απ την σημερινή νεολαία..

Πάνω από 250 άτομα πέρασαν από την
disco,διασκέδασαν και χόρεψαν μέχρι το πρωί σε μια διαφορετική βραδιά για όλους μας 'όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν οι αναμνήσεις και τα έντονα συναισθήματα..

Στις 17 Αυγούστου το απόγευμα πραγματοποιήθηκε στο ύψωμα της Κορομηλιάς επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση Στεφάνων είς μνήμην των αγωνιστών της μάχης.

Στεφάνι κατέθεσαν οι πρόεδροι των τοπικών κοινοτήτων Αγίου Βλασίου και Χούνης,καθώς  και οι εκπρόσωποι των συλλόγων Αγιοβλασσιτών, Καραμανείκων Χούνης Κυπαρίσσου και Πεντακόρφου.
Στεφάνι κατέθεσε ο εκπρόσωπος του Αστυνομικού τμήματος Αγίου Βλασίου.και φυσικά ο πρόεδρος του συλλόγου φίλων της ιστορικής μνήμης της μάχης της Κορομηλιάς και του θεάτρου.
Άσχημη εντύπωση στους θεατές προκάλεσε το γεγονός ότι δεν παραβρέθηκε ούτε στην κατάθεση στεφανιών αλλά και γενικότερα σε καμιά εκδήλωση κανένας εκπρόσωπος τόσο της παλιάς αλλά ούτε και της νέας Δημοτικής αρχής..

Αμέσως μετά ξεκίνησε η θεατρική αναπαράσταση της μάχης της Κορομηλιάς.μπροστά σε πλήθος θεατών.
Την εκδήλωση χαιρέτησε ο πρόεδρος του  συλλόγου των διοργανωτών Σπυρέλης Πέτρος,ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην στήριξη που χρειάζεται ο θεσμός προκειμένου να προχωρήσει απ όλους τους Παρακαμπύλιους, αλλά και απ τις θεσμοθετημένες αρχές του τόπου.
"Είναι χαρακτηριστικό -ανέφερε- ότι ο καθαρισμός και η βελτίωση, του δρόμου απ τις Κατασκηνώσεις της Χ.Ε.Α μέχρι τα ταμπούρια -μια διαδρομή 700 μ περίπου- έγινε με έξοδα του συλλόγου μας και όχι από τον δήμο" ενώ διερωτήθηκε,αν τέτοια αδιαφορία , προάγει τον πολιτισμό:
"Νοιώθοντας αυτή την εγκατάλειψη απ την πολιτεία συνέχισε νομίζουμε ότι πελεκάμε τα πόδια μας και απογοητευόμαστε" 
ενώ εξήρε την μεγάλη βοήθεια που είχε ο σύλλογος από σημαντικούς χορηγούς συνδρομητές αλλά και από την ενθουσιώδη συμμετοχή της νεολαίας
Τέλος προανήγγειλε ότι του χρόνου δεν θα γίνει αναπαράσταση γιατί  ο  σύλλογος φίλων της ιστορικής μνήμης της μάχης της Κορομηλιάς και του θεάτρου,θα δώσει βάση στην διοργάνωση ενός ιστορικού συνεδρίου,με θέμα την δράση του Καραΐσκάκη στην περιοχή  το οποίο θεωρείται  υψίστης σημασίας για τον τόπο και απαιτεί άψογη οργάνωση

Με την δύση του Ηλίου πραγματοποήθηκε  μια υπέροχη αναπαράσταση που καταχειροκροτήθηκε απ τον κόσμο,που είχε κατακλείσει τις γύρω πλαγιές.
Αμέσως μετά ακολούθησε λαικοδημοτική βραδιά στο Γυμνάσιο Αγίου Βλασίου με μια υπέροχη ζωντανή ορχήστρα.

Τον χορό ξεκίνησε ο λαογραφικός όμιλος Λεπενούς ο Κατσαντώνης με επικεφαλής τον Γ.Κάτσιο και συνέχισαν όλοι οι πρωταγωνιστές του θεατρικού της Κορομηλιάς
Ακολούθησε μεγάλο γλέντι και χορός μέχρι το πρωί.
Πάνω από 800 άτομα πέρασαν απ την εκδήλωση προσδίδοντας την δυναμική που έχουν πια οι εκδηλώσεις της "Κορομηλιάς".
Να πούμε ότι το μεγάλο δώρο της λαχειοφόρου το κέρδισε ο Κώστας Χριστοδούλου απ το Πεντάκορφο.

Σημειώνουμε ότι την επόμενη μέρα συγκινητική ήταν εθελοντική εργασία της νεολαίας στον καθαρισμό και στην παράδοση του χώρου.

ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ



ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΚΟΡΟΜΗΛΙΑΣ 17-8-2014

Σενάριο (Βασισμένο στο ιστορικο βιβλίο του Δ Φωτιαδη “Γ.Kαραισκάκης”και σε τοπικους θρύλους και αφηγήσεις) και Σκηνοθεσία:Πέτρος Σπυρέλης
.

Φώτα-ηχος:Παναγιωτης Αυγέρης
Στολες:Παπατριανταφύλλου Νικη-Τσαμης Χαράλαμπος
Βιντεο:Σωτηροπουλου Αννα Μαρία
Φωτογραφία:Κουτσοθανάσης Βλάσης
Μακιγιαζ:Λενα Οικονομιδου
Καπνογόνα -Ασφαιρα:Σαραγκανίδας Αθανάσιος

Πρωταγωνιστούν:
Καραισκάκης: Ανδρώνης Ανδρέας
Μπακογιάννης: Κοντογιάννης Ιωάννης
Στουρνάρας: Φριντζος Μιχάλης
Κοντογιάννης: Κούρτης Γεώργιος
Τσάκας: Ρικατσίνης Σπυρος
Πεσλης: Κάτσιος Γιάννης
Γιαννάκης της Καραμισούς: Σπυρέλης Στέφανος
Καρδαράς: Ανδρώνης Μιχάλης
Γωγούσης: Ανδρώνης Βασίλης
Καραμούζης: Χριστοδουλου Θεόδωρος
Κουτσαντώναινα: Σχίζα Ελένη
Μάρω: Ανδρώνη Ελένη
Μπακόλας: Ανδρούτσος Θοδωρής
Νταλιαπές Πελοπίδας Κοντονασιος
Κακαβάς Βασίλης Υφαντής
Γιώργος: Θεοδωρόπουλος Αθανάσιος
Φουντουκλής: Σπυρέλης Βασίλης
Χατζημπέντος: Στυλιαράς Ιωάννης
Μαντατοφόρος: Θεοδωρόπουλος Κων/νος




ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΙΔΑ
Χριστίνα Γκέκα,
Ελένη Παπαθανάση
Νεκταρία Καππή
Ανδρώνη Παρασκευη.
Ανδρώνη Ελένη
Σχίζα Ελένη
Χριστοδούλου Μαρίνα
Ανθουλα Μουρτζιαπη
Μαρία Μουρτζιαπη
Γιάννα Πασχέντη
Βασια Πασχέντη
Μαρία Πασχεντη
Μαρία Υφαντή
Δήμητρα Κοντονάσιου
Χριστοδούλου Ελένη
Τσούνα Μαρία
Τσούνα Ιωάννα
Μυρσίνη Θεοδωροπούλου
Μέντζου Δωρα
Βασιλοπούλου Δέσποινα
Βασιλοπούλου Ελένη
Παπαδήμα Άννα
Παπαδήμας Μιλτιάδης
Μιζάλος Γεώργιος







ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ:
Σπυρέλης Θεόδωρος
Ανδρέας Παπαθανάσης
Στυλιαράς Γιάννης .
Μιχάλης Καππής
Τσακλας Γιάννης
Ανδρώνης Μιχαήλ
Χριστοδούλου Χρήστος
Μάκης Γρεντζελος
Κώστας Κανιωτης
Κώστας Μηλιος
Χρήστος Μηλιος
Στάθης Τσιντζουρας
Κώστας Καλαβρυτιανός
Σοφία Βησσαρά

Διοργάνωση:”Σύλλογος φίλων της ιστορικής μνήμς της μάχης της Κορομηλιάς και του Θεάτρου”
Συμμετείχαν οι πολιτιστικοί σύλλογοι :Πεντακόρφου Κυπαρίσσου και Χούνηςκαι ο Λαογραφικός όμιλος Λεπενούς "ο Κατσαντώνης."

ΜΕΓΑΛΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ-ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ
ΜΠΟΥΡΛΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ-ΕΜΠΟΡΙΟ ΕΛΑΣΤΙΚΩΝ
ΣΑΦΑΡΙΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ-ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ
ΠΛΥΤΑΡΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ-ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΞΩΡΑΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΥ

ΧΟΡΗΓΙΕΣ -ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ

ΑΚΡΙΒΗ ΚΟΥΚΗ
ΘΕΜΕΛΗΣ ΑΛΕΚΟΣ
ΣΟΦΡΩΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΑΠΝΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΦΙΡΜΑ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΡΙΝΙΟΥ

ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Αgrinio news
radio agrinio

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Πόπη Υφαντή
Θεοδώρα Κακαράντζα
Κώστας Σπυρέλης
Τσούνα Μαρία
Τσούνα Ιωάννα
Βασιλόπουλος Δημήτριος
Μέντζου Δωρα
Θεοδώρα Σπυρέλη
Στέφανος Μαυρόπουλος
Πιστιόλης Βασιλειος
Καραγιώργος Απόστολος


Ευχαριστούμε Θερμά όλους τους χορηγούς αλλά και όλους όσους βοήθησαν για να πραγματοποιηθούν οι εκδηλώσεις Καραισκάκεια 2014και ειδικά το ιδρυτικό μέλος του συλλόγου Κοντογιάννη Γιάννη ,που είναι επι σειρά ετών πολύτιμος αρωγός, στην προσπάθεια μας

Ευχαριστούμε επίσης την κοινότητα και το Α.Τ,και τον Γυμνασιάρχη Αγίου Βλασίου, για την συνεισφορά τους στο έργο μας, αλλά και όσους συμμετείχαν στην εκδήλωση την τελευταία στιγμή και πιθανώς δεν κατεγράφησαν.

Σε επόμενες αναρτήσεις θα δημοσιευτούν το βίντεο και πιο πολλές φώτο απ τις εκδηλώσεις.